συναριθμήσῃ

συναριθμήσῃ
συναριθμήσηι , συναρίθμησις
counting up
fem dat sg (epic)
συναριθμέω
reckon in
aor subj mid 2nd sg
συναριθμέω
reckon in
aor subj act 3rd sg
συναριθμέω
reckon in
fut ind mid 2nd sg
συναριθμέω
reckon in
aor subj mid 2nd sg
συναριθμέω
reckon in
aor subj act 3rd sg
συναριθμέω
reckon in
fut ind mid 2nd sg
συνᾱριθμήσῃ , συναριθμέω
reckon in
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
συνᾱριθμήσῃ , συναριθμέω
reckon in
futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναρίθμηση — η αρίθμηση κάποιου μαζί με άλλο, συνυπολογισμός: Έκαμε συναρίθμηση όλων των εξόδων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συναρίθμηση — η / συναρίθμησις, ήσεως, ΝΜΑ [συναριθμῶ] η ενέργεια τού συναριθμώ, συγκαταρίθμηση, συνυπολογισμός αρχ. 1. το άθροισμα τών γραμμάτων μιας λέξης τα οποία λαμβάνονται ως αριθμοί 2. ταξινόμηση στην ίδια κατηγορία …   Dictionary of Greek

  • προσμέτρηση — η, Ν συνυπολογισμός, προσυπολογισμός, συναρίθμηση («για τον καθορισμό τού ποσού τής σύνταξής του ζήτησε την προσμέτρηση τών χρόνων που εργάστηκε στο εξωτερικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσμετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. προσμέτρησις, μαρτυρείται από το 1833… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”